αγαθεος

αγαθεος
    ἀγάθεος
    дор. Pind. = ἠγάθεος См. ηγαθεος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγαθεος" в других словарях:

  • ἀγάθεος — ἀ̱γάθεος , ἠγάθεος most holy masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»